Μου άρεσε που ανακάλυψα.....

Μου άρεσε που ανακάλυψα.....
Μην σταματάς την εξερεύνηση. Όλο και κάτι άλλο μπορεί να σου αρέσει!!!

Εξερευνήστε:

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης(World Storytelling Day)


η γιορτή των αφηγητών.

 Η ιστορία της ξεκινά στη μακρινή Σουηδία, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διοργανώθηκε μια εκδήλωση με την επωνυμία “Alla berattares dag” (Όλη την ημέρα παραμυθάδες).
 Πολύ γρήγορα η ιδέα εξαπλώθηκε στα πέρατα του κόσμου και το 1997 στο Περθ της Αυστραλίας  αφηγητές συντόνισαν τη μεγάλη Γιορτή των Ιστοριών διάρκειας 5 εβδομάδων. Το 2001 ξεκίνησε το σκανδιναβικό δίκτυο αφήγησης Ratatosk και η εκδήλωση εξαπλώθηκε από τη Σουηδία, στη Νορβηγία, τη Δανία, τη Φινλανδία και τη Λιθουανία. Το 2003, έφτασε μέχρι τον Καναδά και άλλες χώρες, οπότε η εκδήλωση έγινε γνωστή διεθνώς ως Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης. Το 2005 είχε μια σπουδαία κορύφωση στις 20 Μαρτίου με γεγονότα σε 25 χώρες σε 5 ηπείρους. Από τότε, τέτοιου είδους εκδηλώσεις άρχισαν να γίνονται σε πολλά μέρη του κόσμου καθιερώνοντας το θεσμό. Στην Ελλάδα γιορτάστηκε για πρώτη φορά από το Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών το 2010 με σκοπό την αναβίωση της προφορικής εξάπλωσης των παραμυθιών του κόσμου. Άλλωστε η προφορική αφήγηση συνδέεται με την κοινωνικότητα των ανθρώπων, όταν τα βράδια μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά για να διηγηθούν τις εμπειρίες της ημέρας. Η αφήγηση είναι παλιά όσο ο λόγος. Ιστορίες, μύθοι, θρύλοι, λαϊκά παραμύθια, έχουν μεταφερθεί από γενιά σε γενιά μέσω της προφορικής αφήγησης.
Γιαγιάδες και παππούδες, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις με κινούμενα σχέδια, βιβλία εικονογραφημένα, όταν οι νύχτες ήταν μεγάλες, γίνονταν παραμυθάδες και μετέφεραν όσα είχαν μάθει και αυτοί από τους δικούς τους. Και μέσα από αυτήν την προφορική εξιστόρηση θρύλων, ιστοριών, παραμυθιών μετέδιδαν τον τρόπο ζωής τους, τις αντιλήψεις και τις αξίες της δικής τους εποχής διαμορφώνοντας άθελά τους έναν ολόκληρο πολιτισμό. Ποια είναι όμως τα ελληνικά λαϊκά παραμύθια;



Ένα τέτοιο παραμύθι που ακούγαμε από μικρά παιδιά ήταν
 η Πούλια και ο Αυγερινός.

 Ζούσε κάποτε σε ένα βασίλειο, ένας πολύ καλός βασιλιάς με τη γυναίκα βασίλισσά του και την κορούλα τους την Πούλια, που ήταν γλυκιά και όμορφη. Μια μέρα συμφορά χτύπησε το βασίλειο καθώς η βασίλισσα έπεσε βαριά άρρωστη και τελικά πέθανε. Η Πούλια έκλαψε πολύ για τη μητέρα της, κι ο βασιλιάς δεν έβρισκε λόγια για να την ηρεμήσει. Όμως, ο χρόνος κύλισε, κι ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Αυτή τη φορά η γυναίκα που πήρε, αν και ήταν όμορφη, είχε κακό χαρακτήρα και ήταν ζηλιάρα. Ζήλευε λοιπόν την Πούλια και όλο έβρισκε ευκαιρία να τη μαλώνει.Στο μεταξύ γέννησε και η ίδια της ένα παιδί, τον Αυγερινό, τον οποίο υπεραγαπούσε.

 Ο Αυγερινός, ήταν καλόκαρδος και δε συμφωνούσε με τη μητέρα του που μεταχειρίζονταν έτσι την αδελφή του την Πούλια. Αυτός την αγαπούσε πολύ, και προσπαθούσε να την υπερασπίζεται. Μια μέρα, η δύστροπη βασίλισσα αποφάσισε να σκοτώσει την Πούλια, για να έχει όλο το χρόνο για τον μοναχογιό της που υπεραγαπούσε. Την άκουσε που μιλούσε μόνη της ένα πουλάκι και έτρεξε να προλάβει τα κακά νέα στα δύο παιδιά. Η Πούλια άρχισε να κλαίει από τη στεναχώρια της όμως το πουλάκι της είπε πως αν κάνει αυτό που θα της πει, δεν έχει κανένα φόβο. «Την ώρα που σε λούζει και σου δένει τις κορδέλες στα μαλλιά σου, ο Αυγερινός θα έρθει και θα στις πάρει. Εσύ θα τον κυνηγήσεις τάχα για να τις πάρεις πίσω. Όταν η βασίλισσα τρέξει κι αυτή με τη σειρά της πίσω σας, φρόντισε να κρατάς στα χέρια σου μία χτένα, ένα κομμάτι σαπούνι και λίγο αλάτι.

 Θα τα ρίξεις με τη σειρά πίσω σου καθώς θα τρέχεις». Έτσι κι έγινε. 

 Η βασίλισσα πήγε να λούσει την Πούλια, ο Αυγερινός της πήρε τις κορδέλες κι εκείνη άρχισε να τρέχει πίσω του. Η βασίλισσα που τους ακολουθούσε τρέχοντας κι αυτή της έλεγε πως θα της αγοράσει καινούριες και τη φώναζε να γυρίσει πίσω, όμως τα δύο αδέλφια, πιασμένα χέρι χέρι έτρεχαν γρήγορα. Έριξαν πρώτα πίσω τους τη χτένα και έγινε ένα μεγάλο δάσος γεμάτο τσουκνίδες κι αγκάθια. Η βασίλισσα κατάφερε να το περάσει. Τότε έριξαν πίσω τους το κομμάτι το σαπούνι που μεταμορφώθηκε σε μεγάλους βράχους. Όμως η βασίλισσα κατάφερε να περάσει και τους βράχους. Τέλος έριξαν το αλάτι κι έγινε μια θάλασσα τόσο βαθειά κι απέραντη που η βασίλισσα έμεινε στην ακρογιαλιά να κοιτά πώς η Πούλια έφευγε με τον αγαπημένο της γιό.  Τα δύο αδέλφια κάθισαν λίγο να ξεκουραστούν κι ο Αυγερινός διψασμένος έσκυψε να πιει νερό από μια λακούβα που είχε κάνει η πατημασιά ενός πρόβατου. «Μην πιείς από εδώ!» του είπε η Πούλια «γιατί θα γίνεις κι εσύ πρόβατο». Ο Αυγερινός δεν την άκουσε και ήπιε. Τότε μεταμορφώθηκε σε αρνάκι. Η Πούλια προχώρησε και βρέθηκε μαζί με το αρνάκι της σε ένα βασίλειο που δεν γνώριζε. Επειδή φοβήθηκε, ανέβηκε σ' ένα δέντρο στο δάσος. Εκείνη την ώρα περνούσε το πριγκηπόπουλο και την είδε. Όσο κι αν την παρακάλεσε να κατέβει εκείνη δεν κατέβαινε με τίποτα. 

 Ο πρίγκιπας γύρισε τότε στο παλάτι και παρακάλεσε τη σοφή μάγισσα του παλατιού να τον βοηθήσει.  Εκείνη, αφού άκουσε προσεκτικά τι είχε συμβεί, του είπε να της φέρει μία σκάφη, ένα κόσκινο, ένα σακί αλεύρι κι ένα γουρουνάκι. Τα πήρε και πήγε στο δάσος κάνοντας πως είναι μια μισότυφλη γριά. Κάθισε κάτω από το δέντρο που ήταν ανεβασμένη η Πούλια, έβαλε τη σκάφη ανάποδα, πήρε και το κόσκινο ανάποδα και άρχισε να κοσκινίζει το αλεύρι. Αυτό έπεφτε κάτω και το έτρωγε το γουρουνάκι. Η Πούλια που την είδε της φώναξε «Αλλιώς γιαγιά το κόσκινο, αλλιώς και τη σκάφη, για να μη σου τρώει το αλεύρι το γουρούνι». Εκείνη έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε τα ίδια. Η Πούλια της ξαναφώναξε «Αλλιώς γιαγιά το κόσκινο, αλλιώς και τη σκάφη, για να μη σου τρώει το αλεύρι το γουρούνι». Όταν είδε πως η γριά δεν την άκουγε, κατέβηκε να τη βοηθήσει. Εμφανίστηκε τότε το πριγκιπόπουλο που ήταν κρυμμένο πίσω από ένα δέντρο και την άρπαξε.  Την πήγε στο παλάτι και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Πούλια δέχτηκε και οι γάμοι έγιναν λαμπροί.

 Μόνο που στο τραπέζι σερβιρίστηκε και το αρνάκι που είχε η Πούλια μαζί της. Όταν εκείνη κατάλαβε πως η πεθερά της είχε μαγειρέψει επίτηδες το αρνάκι, στεναχωρήθηκε πάρα πολύ και μάζεψε τα κοκαλάκια του και τα έθαψε στον κήπο. Τότε, φύτρωσε μια ψηλή ροδιά που αγκάλιασε με το φύλλωμά της την Πούλια. «Από την κακιά μάνα έπεσες στην κακιά πεθερά, αδελφούλα μου» της είπε, «έλα να φύγουμε μαζί να μένουμε από δω και πέρα στον ουρανό». Την άρπαξε λοιπόν με τα κλαδιά που άρχισαν να μακραίνουν και να μακραίνουν μέχρι που ακούμπησαν τα σύννεφα. Κι από τότε τα δύο αδέλφια, η Πούλια κι ο Αυγερινός, ζουν μαζί με τα άλλα τα αστέρια στον ουρανό και δεν μπορεί να τους πειράξει πια κανείς.






Το χρυσόψαρο. Λαϊκό παραμύθι
Μια φορά ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι και ψάρι δεν έπιανε. Κόντεψε τέλος η αυγή, έριξε πάλι τ’ αγκίστρι του κι έλεγε απομέσα του: «Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα».
Του φάνηκε τότε πως τσίμπησε ψάρι και τράβηξε τ’ αγκίστρι. Τι να δει! Ένα ψαράκι χρυσό! Έκανε να το βγάλει απ’ τ’ αγκίστρι κι άκουσε μια φωνή να του λέει: «Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
– Ε, λέει με το νου του, να το ρίξω! έτσι κι έτσι δεν θα μου κάμει τίποτε ένα ψαράκι.
Και το ’ριξε στη θάλασσα. Πάλι ακούει την ίδια φωνή να του λέει:
– Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
– Ε, λέει, να πάω στο σπίτι μου και να βρω ψωμιά και φαγιά.
Σαν πήγε στο σπίτι του, τα ήβρεν όλα όπως του είπε η φωνή. Είπε την ιστορία όλη στη γυναίκα του.
– Αχ, καλέ, του λέει αυτή, αντί να ζητήσεις, τίποτε καλό, ζήτησες ψωμιά και φαγιά;
– Ε, καλά, της λέει αυτός. Αν το ξαναπιάσω, τι θέλεις να του ζητήσω;
Η γυναίκα τού είπε να ζητήσει παλάτια!
Επήγεν ο καημένος ο ψαράς, έριξε το δίχτυ κι έπιασε πάλι το χρυσόψαρο. Έκανε να το βγάλει πάλι απ’ τ’ αγκίστρι και άκουσε τη φωνή: «Ρίξε το ψαράκι το χρυσό στο γιαλό, και θα δεις καλό».
Το έριξε, κι άκουσε πάλι τη φωνή: «Τι καλό θέλεις να σου κάμω;» κι αυτός εζήτησε παλάτια.
Πάει στο σπίτι του και τι να δει; παλάτια ωραιότατα!
– Αχ, του λέει η γυναίκα του, να πά’ να το ξαναπιάσεις και να του ζητήσεις συ να γίνεις βασιλιάς κι εγώ βασίλισσα.
Επήγε πάλι κι έκαμεν όπως έκαμνε και τις άλλες φορές, άκουσε τη φωνή και ζήτησε ό,τι του είπε η γυναίκα του. Μα πάει κατόπι στο σπίτι του, και τι να δει; Μια καλύβα όπως πρώτα, και τα παιδιά του πεινασμένα.

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)




Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αφηγηθεί κανείς ένα παραμύθι στα παιδιά. Οι σύγχρονες παραμυθούδες αξιοποιούν αντικείμενα της εποχής που αναφέρεται το παραμύθι, μουσική ακρόαση, μεταφέροντας τα παιδιά σε έναν κόσμο αλλιώτικο, μαγικό. 
Μία ωραία ιδέα είναι να εξερευνήσουμε ποια παραμύθια γνωρίζουν τα παιδιά. Το  παρακάτω βίντεο περιέχει εικόνες από παραμύθια και μπορεί να αποτελέσει την αφόρμηση μιας μικρής έρευνας στην τάξη και να δοθεί  η ευκαιρία στα παιδιά να γίνουν τα ίδια παραμυθάδες και να αφηγηθούν το παραμύθι που γνωρίζουν.




Εικόνες για να φτιάξουν τα παιδιά το δικό τους παραμύθι
































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του εποπτικού υλικού σε άλλο ιστολόγιο

Μπορείτε να τα χρησιμοποιείτε στην τάξη σας μόνο.